-
1 κηλεω
1) очаровывать, заколдовывать, завораживать(τινα ὕμνοισι Eur.; κηλῶν τῇ φωνῇ ὥσπερ Ὀρφεύς Plat.; οἱ κηλούμενοι παρὰ ταῖς Σειρῆσιν Arst.)
2) укрощать, смягчать(τὸν νοῦν παιδείᾳ Plat.; τὰς ὀρέξεις Plut.)
3) прельщать, соблазнять(ὑφ΄ ἡδονῆς κηληθείς Plat.; κηλεῖσθαι ὑπὸ τῶν λεγομένων Plut.)
ὑπὸ δώρων κηλούμενος Plat. — подкупленный дарами -
2 κηλέω
A charm, bewitch, beguile, esp. by music,κόρην ὕμνοισι E.Alc. 359
; ;κηλῶν τῇ φωνῇ ὥσπερ Ὀρφεύς Id.Prt. 315a
, cf.Luc.Ind.12; οὕτως ἐκήλει, of Pericles as an orator, Eup.94.6; ἐπᾴδων κ. charm by incantation, Pl.Phdr. 267d; τῷ με κηλήσεις τρόπῳ; Achae.17.2; of bribery, Theopomp.Com.30:—[voice] Pass.,κηλεῖται ἀοιδαῖς Archil.
ap. Phld.Mus. p.20 K., cf. Pi.Dith.2.22; ;ὑπὸ δώρων κηλούμενος Id.Lg. 885d
;ὑφ' ἡδονῆς κηληθείς Id.R. 413c
;ἐφ' οἷς κατορθώσαντες εὐφρανθήσονται, τούτοις κεκήληνται Aeschin.1.191
;παρὰ ταῖς Σειρῆσιν Arist.EE 1230b35
: rarely in good sense,παιδείᾳ τὸν νοῦν κηληθείς Pl.Ep. 333c
. -
3 κηλέω
κηλέω, besänftigen, beruhigen, mildern, lindern, Sp. – Gewöhnlich = ϑέλγω, durch Musik, Gesang, zauberische Worte besänftigen, bezaubern; τὴν κόρην ὕμνοισι κηλήσαντα Eur. Alc. 360; κηλῶν τῇ φωνῇ, ὥςπερ Ὀρφεύς Plat. Prot. 315 a; ᾠδαῖς μὴ κηλεῖν ἀλλ' ἐξαγριαίνειν Lys. 206 b; so öfter von ὄφις κηληϑῆναι φαίνεται Rep. II, 358 b; ὠργισμένοις ἐπᾴδων κηλεῖν Phaedr. 267 d; τῇ ἀπὸ τοῦ στόματος δυνάμει Conv. 215 c; aber auch ὑπό τινων δώρων κηλούμενος, Legg. IX, 885 d; ὑφ' ἡδονῆς κηληϑέντες Rep. III, 413 c; bestechen, Theop. com. Ath. XI, 485 c; χρυσῷ κεκήληται Luc. Nigr. 15; Hermot. 72; vgl. auch Aesch. 1, 191. – Krankheiten durch Zauberformeln lindern, heilen, Plut. u. a. Sp.
См. также в других словарях:
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek